garage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
garage | garages |
Ετυμολογία
επεξεργασία- garage < (άμεσο δάνειο) γαλλική garage
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgarage (en)
- το γκαράζ, ο σταθμός αυτοκινήτων
- ⮡ In new apartment buildings, the construction of underground garages in mandatory.
- Στις καινούριες πολυκατοικίες είναι υποχρεωτική η κατασκευή υπόγειων γκαράζ.
- ⮡ In new apartment buildings, the construction of underground garages in mandatory.
- το γκαράζ, το συνεργείο
- ⮡ The car broke down and I took it to the garage to get it fixed.
- Χάλασε το αυτοκίνητο και το πήγα στο συνεργείο να μου το φτιάξουν.
- ⮡ The car broke down and I took it to the garage to get it fixed.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- garage < garer
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
garage | garages |
garage (fr)
- το γκαράζ, σταθμός αυτοκινήτων (δημόσιος ή ιδιωτικός)
Συγγενικά
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgarage (it)