Δείτε επίσης: Garage
      ενικός         πληθυντικός  
garage garages

  Ετυμολογία

επεξεργασία
garage < (άμεσο δάνειο) γαλλική garage

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

garage (en)

  1. το γκαράζ, ο σταθμός αυτοκινήτων
    ⮡  In new apartment buildings, the construction of underground garages in mandatory.
    Στις καινούριες πολυκατοικίες είναι υποχρεωτική η κατασκευή υπόγειων γκαράζ.
  2. το γκαράζ, το συνεργείο
    ⮡  The car broke down and I took it to the garage to get it fixed.
    Χάλασε το αυτοκίνητο και το πήγα στο συνεργείο να μου το φτιάξουν.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
garage < garer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡa.ʁaʒ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
garage garages

garage (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
garage < γαλλική garer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

garage (it)