γκαράζ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γκαράζ ουδέτερο, άκλιτο
- υπαίθριος ή στεγασμένος χώρος που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, ώστε να σταθμεύονται και να φυλάσσονται αυτοκίνητα
- εργαστήριο όπου επισκευάζονται και συντηρούνται αυτοκίνητα