↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνεργείο τα συνεργεία
      γενική του συνεργείου των συνεργείων
    αιτιατική το συνεργείο τα συνεργεία
     κλητική συνεργείο συνεργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεργείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνέργ(ειον) (συντεχνία) + μεταπλασμός σε -εῖον > -είο < αρχαία ελληνική συνεργός < σύν + ἔργον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεργείο ουδέτερο

  1. η ομάδα ανθρώπων σε κοινή τεχνική εργασία
  2. ο χώρος εργασίας ομάδας ανθρώπων σε κοινή τεχνική εργασία
  3. (μηχανολογία) η τεχνική εγκατάσταση με απαραίτητο εξοπλισμό επισκευής μηχανών και των εξαρτημάτων τους

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συνεργός, συν και έργο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία