συνεργείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεργείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνέργ(ειον) (συντεχνία) + μεταπλασμός σε -εῖον > -είο < αρχαία ελληνική συνεργός < σύν + ἔργον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεργείο ουδέτερο
- η ομάδα ανθρώπων σε κοινή τεχνική εργασία
- ο χώρος εργασίας ομάδας ανθρώπων σε κοινή τεχνική εργασία
- (μηχανολογία) η τεχνική εγκατάσταση με απαραίτητο εξοπλισμό επισκευής μηχανών και των εξαρτημάτων τους
Εκφράσεις
επεξεργασία- εξουσιοδοτημένο συνεργείο
- πλωτό συνεργείο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συνεργός, συν και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεργείο
Πηγές
επεξεργασία- συνεργείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνεργείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)