συνεργείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεργείο < ελληνιστική κοινή συνέργειον < αρχαία ελληνική συνεργός < σύν + ἔργον
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνεργείο ουδέτερο
- η ομάδα ανθρώπων σε κοινή τεχνική εργασία
- ο χώρος εργασίας ομάδας ανθρώπων σε κοινή τεχνική εργασία
- (μηχανολογία) η τεχνική εγκατάσταση με απαραίτητο εξοπλισμό επισκευής μηχανών και εξαρτημάτων αυτών
Εκφράσεις επεξεργασία
- εξουσιοδοτημένο συνεργείο
- πλωτό συνεργείο