Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξουσιοδοτημένος η εξουσιοδοτημένη το εξουσιοδοτημένο
      γενική του εξουσιοδοτημένου της εξουσιοδοτημένης του εξουσιοδοτημένου
    αιτιατική τον εξουσιοδοτημένο την εξουσιοδοτημένη το εξουσιοδοτημένο
     κλητική εξουσιοδοτημένε εξουσιοδοτημένη εξουσιοδοτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξουσιοδοτημένοι οι εξουσιοδοτημένες τα εξουσιοδοτημένα
      γενική των εξουσιοδοτημένων των εξουσιοδοτημένων των εξουσιοδοτημένων
    αιτιατική τους εξουσιοδοτημένους τις εξουσιοδοτημένες τα εξουσιοδοτημένα
     κλητική εξουσιοδοτημένοι εξουσιοδοτημένες εξουσιοδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξουσιοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξουσιοδοτώ

  Μετοχή επεξεργασία

εξουσιοδοτημένος, -η, -ο

  • Τα εξουσιοδοτημένα συνεργεία είναι πιο ακριβά
  • Αρνήθηκα να του δείξω το περιεχόμενο της τσάντας μου λέγοντάς του ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένος να ελέγχει πολίτες

  Μεταφράσεις επεξεργασία