εξουσιοδοτημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξουσιοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξουσιοδοτώ
Μετοχή επεξεργασία
εξουσιοδοτημένος, -η, -ο
- που έχει πάρει εξουσιοδότηση για μια συγκεκριμένη ενέργεια, είναι κάτοχος σχετικής άδειας ή πληρεξουσίου
- Τα εξουσιοδοτημένα συνεργεία είναι πιο ακριβά
- Αρνήθηκα να του δείξω το περιεχόμενο της τσάντας μου λέγοντάς του ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένος να ελέγχει πολίτες
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξουσιοδοτημένος