εξουσιοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξουσιοδοτώ < εξουσία + -ο- + -δοτώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autoriser)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksu.si.o.ðoˈto/
Ρήμα
επεξεργασίαεξουσιοδοτώ (παθητική φωνή: εξουσιοδοτούμαι)
- (νομικός όρος) δίνω σε κάποιον την εξουσία να εκτελέσει ένα έργο, να πάρει κάποιες αποφάσεις ή να ασκήσει διοικητικές αρμοδιότητες
- (νομικός όρος) δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να υπογράψει επίσημα έγγραφα ή να εκτελέσει μια συναλλαγή αντί για μένα· του υπογράφω μια εξουσιοδότηση
- (νομικός όρος) μεταβιβάζω μια αρμοδιότητα σε κάποιον αφαιρώντας την από άλλον που την είχε
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεξουσιοδότητα
- ανεξουσιοδότητος
- εξουσιοδοτημένος
- εξουσιοδότηση
- → δείτε τις λέξεις εξουσία και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξουσιοδοτώ | εξουσιοδοτούσα | θα εξουσιοδοτώ | να εξουσιοδοτώ | εξουσιοδοτώντας | |
β' ενικ. | εξουσιοδοτείς | εξουσιοδοτούσες | θα εξουσιοδοτείς | να εξουσιοδοτείς | (εξουσιοδότει) | |
γ' ενικ. | εξουσιοδοτεί | εξουσιοδοτούσε | θα εξουσιοδοτεί | να εξουσιοδοτεί | ||
α' πληθ. | εξουσιοδοτούμε | εξουσιοδοτούσαμε | θα εξουσιοδοτούμε | να εξουσιοδοτούμε | ||
β' πληθ. | εξουσιοδοτείτε | εξουσιοδοτούσατε | θα εξουσιοδοτείτε | να εξουσιοδοτείτε | εξουσιοδοτείτε | |
γ' πληθ. | εξουσιοδοτούν(ε) | εξουσιοδοτούσαν(ε) | θα εξουσιοδοτούν(ε) | να εξουσιοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξουσιοδότησα | θα εξουσιοδοτήσω | να εξουσιοδοτήσω | εξουσιοδοτήσει | ||
β' ενικ. | εξουσιοδότησες | θα εξουσιοδοτήσεις | να εξουσιοδοτήσεις | εξουσιοδότησε | ||
γ' ενικ. | εξουσιοδότησε | θα εξουσιοδοτήσει | να εξουσιοδοτήσει | |||
α' πληθ. | εξουσιοδοτήσαμε | θα εξουσιοδοτήσουμε | να εξουσιοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | εξουσιοδοτήσατε | θα εξουσιοδοτήσετε | να εξουσιοδοτήσετε | εξουσιοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | εξουσιοδότησαν εξουσιοδοτήσαν(ε) |
θα εξουσιοδοτήσουν(ε) | να εξουσιοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξουσιοδοτήσει | είχα εξουσιοδοτήσει | θα έχω εξουσιοδοτήσει | να έχω εξουσιοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξουσιοδοτήσει | είχες εξουσιοδοτήσει | θα έχεις εξουσιοδοτήσει | να έχεις εξουσιοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξουσιοδοτήσει | είχε εξουσιοδοτήσει | θα έχει εξουσιοδοτήσει | να έχει εξουσιοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξουσιοδοτήσει | είχαμε εξουσιοδοτήσει | θα έχουμε εξουσιοδοτήσει | να έχουμε εξουσιοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξουσιοδοτήσει | είχατε εξουσιοδοτήσει | θα έχετε εξουσιοδοτήσει | να έχετε εξουσιοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξουσιοδοτήσει | είχαν εξουσιοδοτήσει | θα έχουν εξουσιοδοτήσει | να έχουν εξουσιοδοτήσει |
|