Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πληρεξούσιο τα πληρεξούσια
      γενική του πληρεξούσιου των πληρεξούσιων
    αιτιατική το πληρεξούσιο τα πληρεξούσια
     κλητική πληρεξούσιο πληρεξούσια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληρεξούσιο < πληρεξούσιο έγγραφο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πληρεξούσιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πληρεξούσιο