πληρεξούσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληρεξούσιος < πλήρης + εξουσία + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική plenipotenziario)
Επίθετο
επεξεργασίαπληρεξούσιος, -α, -ο
- (νομικός όρος) που του έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα ενέργειας για λογαριασμό κάποιου άλλου (σε δικαιοπραξία)
- (ιστορία) λαϊκός αντιπρόσωπος σε συνέλευση
- (ουσιαστικοποιημένο) πληρεξούσιος: κάποιος που του έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα ενέργειας για λογαριασμό άλλου
- (ουσιαστικοποιημένο) πληρεξούσιο
Συγγενικά
επεξεργασία- πληρεξούσιο
- πληρεξουσιότητα
- → δείτε τις λέξεις πλήρης και εξουσία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πληρεξούσιος