πληρεξουσιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πληρεξουσιότητα < (καθαρεύουσα) πληρεξουσιότης < πληρεξούσιος + -ότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πληρεξουσιότητα θηλυκό
- (νομικός όρος) το δικαίωμα που έχει κάποιος πληρεξούσιος
Συνώνυμα επεξεργασία
- πληρεξουσία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πληρεξουσιότητα