procuration
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
procuration | procurations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
procuration (fr) θηλυκό
- η εξουσιοδότηση, το πληρεξούσιο, η πληρεξουσιότητα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη procurer
ενικός | πληθυντικός |
procuration | procurations |
procuration (fr) θηλυκό