Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καταπιστευματοδόχος οι καταπιστευματοδόχοι
      γενική του/της καταπιστευματοδόχου των καταπιστευματοδόχων
    αιτιατική τον/την καταπιστευματοδόχο τους/τις καταπιστευματοδόχους
     κλητική καταπιστευματοδόχε καταπιστευματοδόχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπιστευματοδόχος < καταπίστευμα + -δόχος (<δέχομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταπιστευματοδόχος αρσενικό ή θηλυκό

  • (νομικός όρος) είναι το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) στο οποίο μεταβιβάζεται μια περιουσία ή ένα αντικείμενο από ένα ιδιοκτήτη (διαθέτης) προς την αποκόμιση οφελών του τελευταίου ή τρίτου προσώπου (δικαιούχος)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία