πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συνεργός οι συνεργοί
      γενική του/της συνεργού των συνεργών
    αιτιατική τον/τη συνεργό τους/τις συνεργούς
     κλητική συνεργέ συνεργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεργός. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + -εργός.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεργός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / συνεργός οἱ/αἱ συνεργοί
      γενική τοῦ/τῆς συνεργοῦ τῶν συνεργῶν
      δοτική τῷ/τῇ συνεργ τοῖς/ταῖς συνεργοῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν συνεργόν τοὺς/τὰς συνεργούς
     κλητική ! συνεργέ συνεργοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνεργώ
γεν-δοτ τοῖν  συνεργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεργός, ήδη τον 6ο αιώνας στον Ιππώνακτα < συν- + -εργός (σύν, ἔργον)

ζητούμενο λήμμα