συνεργισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεργισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνεργισμός αρσενικό
- η ταυτόχρονη δράση δύο ή και περισσοτέρων διαφορετικών συντελεστών, που εργάζονται μαζί για να φέρουν το μεγαλύτερο δυνατό ομαδικό αποτέλεσμα της ατομικής τους προσπάθειας.