Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεργισμός οι συνεργισμοί
      γενική του συνεργισμού των συνεργισμών
    αιτιατική τον συνεργισμό τους συνεργισμούς
     κλητική συνεργισμέ συνεργισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεργισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεργισμός αρσενικό

  • η ταυτόχρονη δράση δύο ή και περισσοτέρων διαφορετικών συντελεστών, που εργάζονται μαζί για να φέρουν το μεγαλύτερο δυνατό ομαδικό αποτέλεσμα της ατομικής τους προσπάθειας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία