accomplice
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- accomplice < μέση αγγλική accomplice < a + complice
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaccomplice (en)
- συνεργάτης
- συμμέτοχος σε ένα αδίκημα, συνεργός
- George was an accomplice with John in this crime
accomplice (en)