• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

accomplice

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
accomplice < μέση αγγλική accomplice < a + complice

Ουσιαστικό

επεξεργασία

accomplice (en)

  1. συνεργάτης
  2. συμμέτοχος σε ένα αδίκημα, συνεργός
    George was an accomplice with John in this crime

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • abettor
  • accessory
  • assistant
  • associate
  • confederate
  • coadjutor
  • ally
  • promoter
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=accomplice&oldid=5279632"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Σεπτεμβρίου 2021, στις 23:16

Γλώσσες

    • العربية
    • English
    • Esperanto
    • Eesti
    • فارسی
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • हिन्दी
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • Íslenska
    • Italiano
    • 日本語
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • Bahasa Melayu
    • မြန်မာဘာသာ
    • Oromoo
    • Polski
    • پښتو
    • Português
    • Русский
    • တႆး
    • Simple English
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • ไทย
    • Türkçe
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2021, στις 23:16.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας