accessory
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- accessory < μέση αγγλική accessorie < μεσαιωνική λατινική accessorius < λατινική accessor < accessus
Ουσιαστικό επεξεργασία
accessory (en)
- το εξάρτημα
Επίθετο επεξεργασία
accessory (en)
accessory (en)
accessory (en)