Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ̃.plis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
complice complices

complice (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο συναίτιος
  2. ο συνεργός
  3. ο συνένοχος