ενικός         πληθυντικός  
promoter promoters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

promoter (en)

  1. αυτός που προωθεί κάτι
  2. προϊόντα, καλλιτεχνικά αγαθά, ιδέες, πρόσωπα σε θέσεις κτλ.
  3. (γενετική) υποκινητής