συνεργασιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
- συνεργασιμότητα < συνεργάσιμ(ος) + -ότης > -ότητα [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.neɾ.ɣa.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νερ‐γα‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνεργασιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ικανότητα ή η διάθεση κάποιου να συνεργάζεται
- ≈ συνώνυμα: → δείτε συνεργατικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεργασιμότητα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συνεργασιμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)