→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοινικών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φοῖνιξ, φοινικ- + -ών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φοινικών αρσενικό