φοινικών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοινικών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φοῖνιξ, φοινικ- + -ών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοινικών αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- φοινικών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.