palmeraie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
< palmeraye < palmérier < palmier
Ουσιαστικό επεξεργασία
palmeraie (fr) θηλυκό (πληθυντικός: palmeraies)
- δάσος από φοινικόδεντρα, ο φοινικώνας
< palmeraye < palmérier < palmier
palmeraie (fr) θηλυκό (πληθυντικός: palmeraies)