φοινικόπτερος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φοινικόπτερος < φοινικιοῦς+ πτερόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
φοινικόπτερος
Επίθετο επεξεργασία
φοινικόπτερος ὁ και ἡ, το φοινικόπτερον
- κάθε πτηνό που έχει κοκκινωπά φτερά
- φοινικόπτερος όρνις