↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φοίνισσ αἱ Φοίνισσαι
      γενική τῆς Φοινίσσης τῶν Φοινισσῶν
      δοτική τῇ Φοινίσσ ταῖς Φοινίσσαις
    αιτιατική τὴν Φοίνισσᾰν τὰς Φοινίσσᾱς
     κλητική ! Φοίνισσ Φοίνισσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φοινίσσ
γεν-δοτ τοῖν  Φοινίσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φοίνισσα < (Φοῖνιξ, Φοίνικος) + -ισσα < *Φοίνικ-yα [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Φοίνισσα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φοίνισσα θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «-ισσα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.