Φοίνισσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Φοίνισσᾰ | αἱ | Φοίνισσαι |
γενική | τῆς | Φοινίσσης | τῶν | Φοινισσῶν |
δοτική | τῇ | Φοινίσσῃ | ταῖς | Φοινίσσαις |
αιτιατική | τὴν | Φοίνισσᾰν | τὰς | Φοινίσσᾱς |
κλητική ὦ! | Φοίνισσᾰ | Φοίνισσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Φοινίσσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Φοινίσσαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΦοίνισσα θηλυκό
- (εθνικό όνομα), γυναίκα από τη Φοινίκη, θηλυκό του Φοῖνιξ / Φοίνιξ
- άλλη γραφή 'φοίνισσα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΦοίνισσα θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «-ισσα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- Φοίνισσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press