νυχτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίανυχτώνω
- με βρίσχκει κάπου η νύχτα
- Βιάσου να μη νυχτώσεις, γιατί θα φύγουνε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- (απρόσωπο)→ δείτε τη λέξη νυχτώνει.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νυχτώνω | νύχτωνα | θα νυχτώνω | να νυχτώνω | νυχτώνοντας | |
β' ενικ. | νυχτώνεις | νύχτωνες | θα νυχτώνεις | να νυχτώνεις | νύχτωνε | |
γ' ενικ. | νυχτώνει | νύχτωνε | θα νυχτώνει | να νυχτώνει | ||
α' πληθ. | νυχτώνουμε | νυχτώναμε | θα νυχτώνουμε | να νυχτώνουμε | ||
β' πληθ. | νυχτώνετε | νυχτώνατε | θα νυχτώνετε | να νυχτώνετε | νυχτώνετε | |
γ' πληθ. | νυχτώνουν(ε) | νύχτωναν νυχτώναν(ε) |
θα νυχτώνουν(ε) | να νυχτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νύχτωσα | θα νυχτώσω | να νυχτώσω | νυχτώσει | ||
β' ενικ. | νύχτωσες | θα νυχτώσεις | να νυχτώσεις | νύχτωσε | ||
γ' ενικ. | νύχτωσε | θα νυχτώσει | να νυχτώσει | |||
α' πληθ. | νυχτώσαμε | θα νυχτώσουμε | να νυχτώσουμε | |||
β' πληθ. | νυχτώσατε | θα νυχτώσετε | να νυχτώσετε | νυχτώστε | ||
γ' πληθ. | νύχτωσαν νυχτώσαν(ε) |
θα νυχτώσουν(ε) | να νυχτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νυχτώσει | είχα νυχτώσει | θα έχω νυχτώσει | να έχω νυχτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις νυχτώσει | είχες νυχτώσει | θα έχεις νυχτώσει | να έχεις νυχτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει νυχτώσει | είχε νυχτώσει | θα έχει νυχτώσει | να έχει νυχτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νυχτώσει | είχαμε νυχτώσει | θα έχουμε νυχτώσει | να έχουμε νυχτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε νυχτώσει | είχατε νυχτώσει | θα έχετε νυχτώσει | να έχετε νυχτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νυχτώσει | είχαν νυχτώσει | θα έχουν νυχτώσει | να έχουν νυχτώσει |
|