Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυχτώνω < νύχτα + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

νυχτώνω

  1. με βρίσχκει κάπου η νύχτα
    Βιάσου να μη νυχτώσεις, γιατί θα φύγουνε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. (απρόσωπο)→ δείτε τη λέξη νυχτώνει.

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία