Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νυχτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νυχτωμέν
ος
η
νυχτωμέν
η
το
νυχτωμέν
ο
γενική
του
νυχτωμέν
ου
της
νυχτωμέν
ης
του
νυχτωμέν
ου
αιτιατική
τον
νυχτωμέν
ο
τη
νυχτωμέν
η
το
νυχτωμέν
ο
κλητική
νυχτωμέν
ε
νυχτωμέν
η
νυχτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νυχτωμέν
οι
οι
νυχτωμέν
ες
τα
νυχτωμέν
α
γενική
των
νυχτωμέν
ων
των
νυχτωμέν
ων
των
νυχτωμέν
ων
αιτιατική
τους
νυχτωμέν
ους
τις
νυχτωμέν
ες
τα
νυχτωμέν
α
κλητική
νυχτωμέν
οι
νυχτωμέν
ες
νυχτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νυχτωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
νυχτώνω
Μετοχή
επεξεργασία
νυχτωμένος, -η, -ο
(για άνθρωπο) που τον έχει βρει η
νύχτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νυχτωμένος
γαλλικά
:
ignare
(fr)