Δείτε επίσης: Νύκτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νύκτα οι νύκτες
      γενική της νύκτας των νυκτών
    αιτιατική τη νύκτα τις νύκτες
     κλητική νύκτα νύκτες
Και αρχαιοπρεπής γενική ενικού: νυκτός.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νύκτα (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική νύκτα < αρχαία ελληνική νύξ από την αιτιατική «τὴν νύκτα» [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νύκτα θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα νυκτ-:

θέμα νυχτ-: → δείτε τη λέξη νύχτα
Δεν σχετίζονται τα νυκτός, κατανυκτικός (→ δείτε τη λέξη νύσσω)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νύκτα < αρχαία ελληνική νύξ από την αιτιατική «τὴν νύκτα» [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νύκτα ή νύχτα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα νυκτ-

όπως

θέμα νυχτ- → δείτε τη λέξη νύχτα

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

νύκτα θηλυκό