Δείτε επίσης: νυχτερεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νυκτερεύω < νύκτερ(ος) + -εύω < νύξ [1]

νυκτερεύω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «νύχτα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.