Δείτε επίσης: νυκτερεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νυχτερεύω < νυχτέρ(ι) + -εύω. Συγκρίνετε με το αρχαίο νυκτερεύω. [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ni.xteˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυ‐χτε‐ρεύ‐ω

νυχτερεύω, αόρ.: νυχτέρεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα νυχτ-

θέμα νυκτ-

→ και δείτε τη λέξη νύχτα

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. νυχτερεύω νυχτέρεψα θα νυχτερεύω να νυχτερεύω νυχτερεύοντας
β' ενικ. νυχτερεύεις νυχτέρεψες θα νυχτερεύεις να νυχτερεύεις νυχτερεύε
γ' ενικ. νυχτερεύει νυχτέρεψε θα νυχτερεύει να νυχτερεύει
α' πληθ. νυχτερεύουμε νυχτερεύαμε θα νυχτερεύουμε να νυχτερεύουμε
β' πληθ. νυχτερεύετε νυχτερεύατε θα νυχτερεύετε να νυχτερεύετε νυχτερεύετε
γ' πληθ. νυχτερεύουν(ε) νυχτέρεψαν
νυχτερεύαν(ε)
θα νυχτερεύουν(ε) να νυχτερεύουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία