απονυχτερεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απονυχτερεύω < (ελληνιστική κοινή) ἀπονυκτερεύω
Ρήμα
επεξεργασίααπονυχτερεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις απονύχτερος και νύχτα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απονυχτερεύω | απονυχτέρευα | θα απονυχτερεύω | να απονυχτερεύω | απονυχτερεύοντας | |
β' ενικ. | απονυχτερεύεις | απονυχτέρευες | θα απονυχτερεύεις | να απονυχτερεύεις | απονυχτέρευε | |
γ' ενικ. | απονυχτερεύει | απονυχτέρευε | θα απονυχτερεύει | να απονυχτερεύει | ||
α' πληθ. | απονυχτερεύουμε | απονυχτερεύαμε | θα απονυχτερεύουμε | να απονυχτερεύουμε | ||
β' πληθ. | απονυχτερεύετε | απονυχτερεύατε | θα απονυχτερεύετε | να απονυχτερεύετε | απονυχτερεύετε | |
γ' πληθ. | απονυχτερεύουν(ε) | απονυχτέρευαν απονυχτερεύαν(ε) |
θα απονυχτερεύουν(ε) | να απονυχτερεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απονυχτέρευσα | θα απονυχτερεύσω | να απονυχτερεύσω | απονυχτερεύσει | ||
β' ενικ. | απονυχτέρευσες | θα απονυχτερεύσεις | να απονυχτερεύσεις | απονυχτέρευσε | ||
γ' ενικ. | απονυχτέρευσε | θα απονυχτερεύσει | να απονυχτερεύσει | |||
α' πληθ. | απονυχτερεύσαμε | θα απονυχτερεύσουμε | να απονυχτερεύσουμε | |||
β' πληθ. | απονυχτερεύσατε | θα απονυχτερεύσετε | να απονυχτερεύσετε | απονυχτερεύστε | ||
γ' πληθ. | απονυχτέρευσαν απονυχτερεύσαν(ε) |
θα απονυχτερεύσουν(ε) | να απονυχτερεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απονυχτερεύσει | είχα απονυχτερεύσει | θα έχω απονυχτερεύσει | να έχω απονυχτερεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις απονυχτερεύσει | είχες απονυχτερεύσει | θα έχεις απονυχτερεύσει | να έχεις απονυχτερεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει απονυχτερεύσει | είχε απονυχτερεύσει | θα έχει απονυχτερεύσει | να έχει απονυχτερεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απονυχτερεύσει | είχαμε απονυχτερεύσει | θα έχουμε απονυχτερεύσει | να έχουμε απονυχτερεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε απονυχτερεύσει | είχατε απονυχτερεύσει | θα έχετε απονυχτερεύσει | να έχετε απονυχτερεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απονυχτερεύσει | είχαν απονυχτερεύσει | θα έχουν απονυχτερεύσει | να έχουν απονυχτερεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απονυχτερεύω
|