Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονονυκτίς < μόνο + νύκτα

  Επίρρημα επεξεργασία

μονονυκτίς

  • μέσα σε μια νύχτα, εν μιά νυκτί