μεσονύκτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσονύκτιο < αρχαία ελληνική μεσονύκτιον < μέσος + νύξ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.soˈni.kti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐νύ‐κτι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσονύκτιο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσονύκτιο
|