νυκτικόραξ
Ετυμολογία
επεξεργασία- νυκτικόραξ < αρχαία ελληνική νυκτικόραξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίανυκτικόραξ αρσενικό
- (πτηνό) ο νυχτοκόρακας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νυκτικόραξ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νυκτικόραξ | οἱ | νυκτικόρακες |
γενική | τοῦ | νυκτικόρακος | τῶν | νυκτικοράκων |
δοτική | τῷ | νυκτικόρακῐ | τοῖς | νυκτικόραξῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | νυκτικόρακᾰ | τοὺς | νυκτικόρακᾰς |
κλητική ὦ! | νυκτικόραξ | νυκτικόρακες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυκτικόρακε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νυκτικοράκοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανυκτικόραξ αρσενικό
- (πτηνό) ο νυχτοκόρακας
Πηγές
επεξεργασία- νυκτικόραξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νυκτικόραξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.