Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νυκτικόραξ αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νυκτικόραξ οἱ νυκτικόρακες
      γενική τοῦ νυκτικόρακος τῶν νυκτικοράκων
      δοτική τῷ νυκτικόρακ τοῖς νυκτικόραξ(ν)
    αιτιατική τὸν νυκτικόρακ τοὺς νυκτικόρακᾰς
     κλητική ! νυκτικόραξ νυκτικόρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νυκτικόρακε
γεν-δοτ τοῖν  νυκτικοράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
νυκτικόραξ < νύξ + κόραξ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νυκτικόραξ αρσενικό