Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετρανυκτία οι τετρανυκτίες
      γενική της τετρανυκτίας των τετρανυκτιών
    αιτιατική την τετρανυκτία τις τετρανυκτίες
     κλητική τετρανυκτία τετρανυκτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετρανυκτία < τετρα- + νύκτα + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετρανυκτία θηλυκό

  • η χρονική διάρκεια τεσσάρων νυκτών

  Μεταφράσεις επεξεργασία