Nacht
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Nacht | die Nächte |
γενική | der Nacht | der Nächte |
δοτική | der Nacht | den Nächten |
αιτιατική | die Nacht | die Nächte |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Nacht < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική nacht < παλαιά άνω γερμανική naht < πρωτογερμανική *nahts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nókʷts
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Nacht (de) θηλυκό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- Tag und Nacht: νύχτα μέρα
- es ist Tag und Nacht auf - είναι ανοιχτά νύχτα μέρα (ολόκληρο το εικοσιτετράωρο)
- Gute Nacht: Καληνύχτα
- Gute Nacht! Bis morgen. - Καληνύχτα! Τα λέμε αύριο.