↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Weihnachten die Weihnachten
γενική des Weihnachtens der Weihnachten
δοτική dem Weihnachten den Weihnachten
αιτιατική das Weihnachten die Weihnachten

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Weihnachten < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική wīhenachten < από την έκφραση «ze (den) wihen nahten» (στις άγιες νύχτες) [1] [2]
Στα σύγχρονα γερμανικά αναλύεται ως: weihen + Nacht

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvaɪ̯ˌnaxtən/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Weihnachten (de) ουδέτερο

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Weihnachten - Duden online.
  2. Weihnachten - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).