σκοτεινιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοτεινιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκοτεινιάζω
Μετοχή
επεξεργασίασκοτεινιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σκοτεινιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοτεινιασμένος
|
σκοτεινιασμένος, -η, -ο
|