Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομιχλώδης η ομιχλώδης το ομιχλώδες
      γενική του ομιχλώδους της ομιχλώδους του ομιχλώδους
    αιτιατική τον ομιχλώδη την ομιχλώδη το ομιχλώδες
     κλητική ομιχλώδη(ς) ομιχλώδης ομιχλώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομιχλώδεις οι ομιχλώδεις τα ομιχλώδη
      γενική των ομιχλωδών των ομιχλωδών των ομιχλωδών
    αιτιατική τους ομιχλώδεις τις ομιχλώδεις τα ομιχλώδη
     κλητική ομιχλώδεις ομιχλώδεις ομιχλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομιχλώδης < αρχαία ελληνική ὀμιχλώδης

  Επίθετο επεξεργασία

ομιχλώδης

  1. (κυριολεκτικά) που είναι γεμάτος ομίχλη, που έχει ομίχλη
  2. (μεταφορικά) ασαφής

  Μεταφράσεις επεξεργασία