Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομιχλώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ομιχλώδ
ης
η
ομιχλώδ
ης
το
ομιχλώδ
ες
γενική
του
ομιχλώδ
ους
της
ομιχλώδ
ους
του
ομιχλώδ
ους
αιτιατική
τον
ομιχλώδ
η
την
ομιχλώδ
η
το
ομιχλώδ
ες
κλητική
ομιχλώδ
η
(
ς
)
ομιχλώδ
ης
ομιχλώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ομιχλώδ
εις
οι
ομιχλώδ
εις
τα
ομιχλώδ
η
γενική
των
ομιχλωδ
ών
των
ομιχλωδ
ών
των
ομιχλωδ
ών
αιτιατική
τους
ομιχλώδ
εις
τις
ομιχλώδ
εις
τα
ομιχλώδ
η
κλητική
ομιχλώδ
εις
ομιχλώδ
εις
ομιχλώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομιχλώδης
<
αρχαία ελληνική
ὀμιχλώδης
Επίθετο
επεξεργασία
ομιχλώδης
(
κυριολεκτικά
) που είναι
γεμάτος
ομίχλη
, που έχει
ομίχλη
(
μεταφορικά
)
ασαφής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομιχλώδης
αγγλικά
:
hazy
(en)
γαλλικά
:
brouillardeux
(fr)
,
brumeux
(fr)
ιταλικά
:
fosco
(it)