fosco
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
fosco (it)
- ο σκουρόχρωμος
- (μετεωρολογία) ο ομιχλώδης
- (μεταφορικά) ο σκυθρωπός
Πηγές επεξεργασία
- fosco - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).