Δείτε επίσης: ἀμαυρώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀμαυρώνω < αρχαία ελληνική / ἀμαυρ(ῶ) με μεταπλασμό ώστε να καταλήγει σε «-ώνω» [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.maˈvɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μαυ‐ρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αμαυρώνω, αόρ.: αμαύρωσα, παθ.φωνή: αμαυρώνομαι, π.αόρ.: αμαυρώθηκα, μτχ.π.π.: αμαυρωμένος

  1. βλάπτω, χαλώ
  2. (για τη φήμη κάποιου) καταστρέφω, σπιλώνω
  3. (μεταφορικά) μαυρίζω, λερώνω, αφήνω στίγμα
     συνώνυμα: σπιλώνω, στιγματίζω, κηλιδώνω

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μαύρος και αμαυρός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αμαυρώνωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας