Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαυρωμένος η αμαυρωμένη το αμαυρωμένο
      γενική του αμαυρωμένου της αμαυρωμένης του αμαυρωμένου
    αιτιατική τον αμαυρωμένο την αμαυρωμένη το αμαυρωμένο
     κλητική αμαυρωμένε αμαυρωμένη αμαυρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαυρωμένοι οι αμαυρωμένες τα αμαυρωμένα
      γενική των αμαυρωμένων των αμαυρωμένων των αμαυρωμένων
    αιτιατική τους αμαυρωμένους τις αμαυρωμένες τα αμαυρωμένα
     κλητική αμαυρωμένοι αμαυρωμένες αμαυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμαυρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αμαυρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία