αμαυρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμαυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμαυρώνω
Μετοχή
επεξεργασίααμαυρωμένος, -η, -ο
- που έχει χάσει τη λάμψη του
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμαυρωμένος
|
αμαυρωμένος, -η, -ο
|