δυσδιάκριτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσδιάκριτος < (ελληνιστική κοινή) δυσ- + διακρίνω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαδυσδιάκριτος, -η, -ο
- που δύσκολα διακρίνεται
- μια δυσδιάκριτη διαφορά
- μια δυσδιάκριτη λεπτομέρεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσδιάκριτος
|