Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσδιάκριτος η δυσδιάκριτη το δυσδιάκριτο
      γενική του δυσδιάκριτου της δυσδιάκριτης του δυσδιάκριτου
    αιτιατική τον δυσδιάκριτο τη δυσδιάκριτη το δυσδιάκριτο
     κλητική δυσδιάκριτε δυσδιάκριτη δυσδιάκριτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσδιάκριτοι οι δυσδιάκριτες τα δυσδιάκριτα
      γενική των δυσδιάκριτων των δυσδιάκριτων των δυσδιάκριτων
    αιτιατική τους δυσδιάκριτους τις δυσδιάκριτες τα δυσδιάκριτα
     κλητική δυσδιάκριτοι δυσδιάκριτες δυσδιάκριτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσδιάκριτος < (ελληνιστική κοινή) δυσ- + διακρίνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

δυσδιάκριτος, -η, -ο

  1. που δύσκολα διακρίνεται
    μια δυσδιάκριτη διαφορά
    μια δυσδιάκριτη λεπτομέρεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία