↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυροσίταρο τα μαυροσίταρα
      γενική του μαυροσίταρου των μαυροσίταρων
    αιτιατική το μαυροσίταρο τα μαυροσίταρα
     κλητική μαυροσίταρο μαυροσίταρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυροσίταρο < μαύρος + -ο- + σιτάρι + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαυροσίταρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μαυροσίταροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • μαυροσίταρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: μαυραγάνι