πυρός
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυρός < δωρ. σπυρός από το οποίο σπόρος, σπυρί, κόκος σιταριού
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πυρός
παράγωγαΕπεξεργασία
- πυρίτης, σιταρένιος άρτος
- πυροπώλης , σιτέμπορος, Κατά σιτοπωλών,
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πυρός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πυρός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.