• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πυρρός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : πυρρόχρους, πυρρόθριξ

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Επίθετο

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική πυρρός πυρρή πυρρό
γενική πυρρού πυρρής πυρρού
αιτιατική πυρρό πυρρή πυρρό
κλητική πυρρέ πυρρή πυρρό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική πυρροί πυρρές πυρρά
γενική πυρρών πυρρών πυρρών
αιτιατική πυρρούς πυρρές πυρρά
κλητική πυρροί πυρρές πυρρά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πυρρός < αρχαία ελληνική πυρρός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πυρρός, -ά, -όν

  1. που έχει το χρώμα της φωτιάς, που είναι ξανθοκόκκινος


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πυρρός



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πυρρός < πῦρ

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πυρρός

  1. που έχει το χρώμα της φωτιάς, που είναι ξανθοκόκκινος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πυρρός&oldid=4855003"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21:42

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21:42.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie