πυρρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυρρός < αρχαία ελληνική πυρρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πυρρός, -ά, -όν
- που έχει το χρώμα της φωτιάς, που είναι ξανθοκόκκινος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυρρός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πυρρός < πῦρ
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πυρρός
- που έχει το χρώμα της φωτιάς, που είναι ξανθοκόκκινος