Δείτε επίσης: πυρρόχρους, πυρρόθριξ
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρρός η πυρρή το πυρρό
      γενική του πυρρού της πυρρής του πυρρού
    αιτιατική τον πυρρό την πυρρή το πυρρό
     κλητική πυρρέ πυρρή πυρρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρροί οι πυρρές τα πυρρά
      γενική των πυρρών των πυρρών των πυρρών
    αιτιατική τους πυρρούς τις πυρρές τα πυρρά
     κλητική πυρροί πυρρές πυρρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρρός < αρχαία ελληνική πυρρός

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρρός, -ά, -όν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

πυρρός < πῦρ

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρρός

  • που έχει το χρώμα της φωτιάς, που είναι ξανθοκόκκινος