↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / πυρρόθριξ οἱ/αἱ πυρρόθριχες
      γενική τοῦ/τῆς πυρρόθριχος τῶν πυρροθρίχων
      δοτική τῷ/τῇ πυρρόθριχ τοῖς/ταῖς πυρρόθριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρρόθριχ τοὺς/τὰς πυρρόθριχᾰς
     κλητική ! πυρρόθριξ πυρρόθριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρρόθριχε
γεν-δοτ τοῖν  πυρροθρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρρόθριξ < πυρρό- + -θριξ < θρίξ (τρίχα)

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρρόθριξ

  • αυτός που έχει ξανθοκόκκινες τρίχες, κοκκινομάλλης
    ※  εἰπεῖν μοι Κριτίᾳ πυρρότριχι πατρὸς ἀκούειν (Αριστοτέλης, Ρητορική, 1)
    Πες, σε παρακαλώ, στον ξανθό Κριτία ν᾽ ακούει τον πατέρα του.
    Μετάφραση Δ. Λυπουρλή, 2002-2004[1]

  Αναφορές

επεξεργασία