πυρρόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πυρρόθριξ | οἱ/αἱ | πυρρόθριχες |
γενική | τοῦ/τῆς | πυρρόθριχος | τῶν | πυρροθρίχων |
δοτική | τῷ/τῇ | πυρρόθριχῐ | τοῖς/ταῖς | πυρρόθριξῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | πυρρόθριχᾰ | τοὺς/τὰς | πυρρόθριχᾰς |
κλητική ὦ! | πυρρόθριξ | πυρρόθριχες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρρόθριχε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυρροθρίχοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυρρόθριξ
- αυτός που έχει ξανθοκόκκινες τρίχες, κοκκινομάλλης
- ※ εἰπεῖν μοι Κριτίᾳ πυρρότριχι πατρὸς ἀκούειν (Αριστοτέλης, Ρητορική, 1)
- Πες, σε παρακαλώ, στον ξανθό Κριτία ν᾽ ακούει τον πατέρα του.
- Μετάφραση Δ. Λυπουρλή, 2002-2004[1]
- ※ εἰπεῖν μοι Κριτίᾳ πυρρότριχι πατρὸς ἀκούειν (Αριστοτέλης, Ρητορική, 1)
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πυρρόθριξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυρρόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.