Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / πυρρόθριξ οἱ/αἱ πυρρόθριχες
      γενική τοῦ/τῆς πυρρόθριχος τῶν πυρροθρίχων
      δοτική τῷ/τῇ πυρρόθριχ τοῖς/ταῖς πυρρόθριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρρόθριχ τοὺς/τὰς πυρρόθριχᾰς
     κλητική ! πυρρόθριξ πυρρόθριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρρόθριχε
γεν-δοτ τοῖν  πυρροθρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρρόθριξ < πυρρό- + -θριξ < θρίξ (τρίχα)

  Επίθετο επεξεργασία

πυρρόθριξ

  Πηγές επεξεργασία