ξανθοκόκκινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksan.θoˈko.ci.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θο‐κόκ‐κι‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαξανθοκόκκινος, -η, -ο
- (για χρώμα) που έχει χρώμα ανάμεσα στο ξανθό και στο κόκκινο
- που τα μαλλιά του είναι ξανθά και το δέρμα του κοκκινωπό
- → δείτε και τη λέξη ξανθομάλλης
Παράγωγα
επεξεργασία- ξανθοκόκκινο (το χρώμα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξανθοκόκκινος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)