↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξανθοκόκκινος η ξανθοκόκκινη το ξανθοκόκκινο
      γενική του ξανθοκόκκινου της ξανθοκόκκινης του ξανθοκόκκινου
    αιτιατική τον ξανθοκόκκινο την ξανθοκόκκινη το ξανθοκόκκινο
     κλητική ξανθοκόκκινε ξανθοκόκκινη ξανθοκόκκινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξανθοκόκκινοι οι ξανθοκόκκινες τα ξανθοκόκκινα
      γενική των ξανθοκόκκινων των ξανθοκόκκινων των ξανθοκόκκινων
    αιτιατική τους ξανθοκόκκινους τις ξανθοκόκκινες τα ξανθοκόκκινα
     κλητική ξανθοκόκκινοι ξανθοκόκκινες ξανθοκόκκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανθοκόκκινος < ξανθο- + κόκκινος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksan.θoˈko.ci.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξαν‐θο‐κόκ‐κι‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

ξανθοκόκκινος, -η, -ο

  1. (για χρώμα) που έχει χρώμα ανάμεσα στο ξανθό και στο κόκκινο
    ⮡  ξανθοκόκκινο άλογο
     συνώνυμα: πυρρός
  2. που τα μαλλιά του είναι ξανθά και το δέρμα του κοκκινωπό
    → δείτε και τη λέξη ξανθομάλλης

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)