ξανθομάλλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξανθομάλλης | η | ξανθομάλλα ξανθομαλλού ξανθομαλλούσα |
το | ξανθομάλλικο |
γενική | του | ξανθομάλλη | της | ξανθομάλλας ξανθομαλλούς ξανθομαλλούσας |
του | ξανθομάλλικου |
αιτιατική | τον | ξανθομάλλη | την | ξανθομάλλα ξανθομαλλού ξανθομαλλούσα |
το | ξανθομάλλικο |
κλητική | ξανθομάλλη | ξανθομάλλα ξανθομαλλού ξανθομαλλούσα |
ξανθομάλλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξανθομάλληδες | οι | ξανθομάλλες ξανθομαλλούδες ξανθομαλλούσες |
τα | ξανθομάλλικα |
γενική | των | ξανθομάλληδων | των | — ξανθομαλλούδων — |
των | ξανθομάλλικων |
αιτιατική | τους | ξανθομάλληδες | τις | ξανθομάλλες ξανθομαλλούδες ξανθομαλλούσες |
τα | ξανθομάλλικα |
κλητική | ξανθομάλληδες | ξανθομάλλες ξανθομαλλούδες ξανθομαλλούσες |
ξανθομάλλικα | |||
Το θηλυκό, σε -α, -ού και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. Συγκρίνετε με το ξανθόμαλλος, ξανθόμαλλη, ξανθόμαλλο. | ||||||
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksan.θoˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θο‐μάλ‐λης
Επίθετο
επεξεργασίαξανθομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο
- που έχει ξανθά μαλλιά
- άλλες μορφές: ξανθόμαλλος
- ≈ συνώνυμα: ξανθός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξανθομάλλης
|
Πηγές
επεξεργασία- ξανθομάλλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας