ξανθομαλλού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksan.θo.maˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θο‐μαλ‐λού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαόλες οι μορφές:
- ξανθή (θηλυκό του ξανθός)
- ξανθιά (θηλυκό του ξανθός)
- ξανθομάλλα, ξανθομαλλού, ξανθομαλλούσα (θηλυκά του ξανθομάλλης)
- ξανθόμαλλη (θηλυκό του ξανθόμαλλος)
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- ξανθομαλλού < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξανθομάλλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- ξανθομαλλού: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ξανθομαλλού
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ξανθομάλλης