ξανθή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksanˈθi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θή
- ομόηχο: ξανθοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξανθή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαόλες οι μορφές, συνώνυμα:
- ξανθή (θηλυκό του ξανθός)
- ξανθιά (θηλυκό του ξανθός)
- ξανθομάλλα, ξανθομαλλού, ξανθομαλλούσα (θηλυκά του ξανθομάλλης)
- ξανθόμαλλη (θηλυκό του ξανθόμαλλος)