ξανθο-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξανθο- < ξανθ(ός) + -ο-, και (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξανθο-
Πρόθημα επεξεργασία
ξανθο- ή ξανθό-
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθό- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ξανθός, -ξανθος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ξανθος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξανθο-
|
Πηγές επεξεργασία
- ξανθο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξανθο- < ξανθ(ός) + -ο-, και (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξανθο-
Πρόθημα επεξεργασία
ξανθο-, ξανθό-, ή ξανθ- πριν από φωνήεν
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει ξανθό χρώμα
- ξανθογαλαζοκόκκινος
- ξανθόγενος (ξανθογένης)
- ξανθήγορος (που μιλάει τη γλώσσα «ξανθού έθνους»)
Σύνθετα επεξεργασία
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθ- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ξανθός, -ξανθος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ξανθος στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξανθο- < ξανθό(ς)
Πρόθημα επεξεργασία
ξανθο- ή ξανθό-
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει ξανθό ή κίτρινο χρώμα
- ξανθοκόμης, ξανθόθριξ (με ξανθή κόμη, ο ξανθός)
- ξανθοχίτων (με κίτρινο χιτώνα)
- ξανθόχροος (με κίτρινος, ξανθό δέρμα)
Σύνθετα επεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθό- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ξανθός, -ξανθος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ξανθος στο Βικιλεξικό
Πηγές επεξεργασία
- Λέξεις ξανθ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts