ξανθόψειρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξανθόψειρα | οι | ξανθόψειρες |
γενική | της | ξανθόψειρας | — | |
αιτιατική | την | ξανθόψειρα | τις | ξανθόψειρες |
κλητική | ξανθόψειρα | ξανθόψειρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών, δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ξανθόψειρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας