Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξανθόψειρα οι ξανθόψειρες
      γενική της ξανθόψειρας
    αιτιατική την ξανθόψειρα τις ξανθόψειρες
     κλητική ξανθόψειρα ξανθόψειρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών, δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανθόψειρα < ξανθό- + ψείρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξανθόψειρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία