ξανθόψειρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξανθόψειρα | οι | ξανθόψειρες |
γενική | της | ξανθόψειρας | — | |
αιτιατική | την | ξανθόψειρα | τις | ξανθόψειρες |
κλητική | ξανθόψειρα | ξανθόψειρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών, δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξανθόψειρα θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ξανθό, με ανοιχτά χρώματα που τον κάνουν άτονο σα να ήταν ξανθιά ψείρα
- ⮡ Και αυτός, και η αδερφή του ήταν ξανθόψειρες από μικρά παιδιά. Μέχρι και τα ματοτσίνορα ήταν ξανθά.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειωτικό για ξανθούς
|
Πηγές
επεξεργασία- ξανθόψειρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας