Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανθόγενος < ξανθό- + γέν(ιν) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ξανθόγενος (αρσενικό, μόνο για άντρες)

Συγγενικά

επεξεργασία