Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανθόγενος < ξανθό- + γέν(ιν) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

ξανθόγενος (αρσενικό, μόνο για άντρες)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία